Περίληψη:
Αντικείμενο της πτυχιακής εργασίας μου είναι η διερεύνηση και η διαστασιολόγηση των απαιτούμενων έργων για την αποκατάσταση της ροής στα ρέματα της περιοχής , τα οποία διακόπτει το υπό μελέτη οδικό έργο. Επίσης μελετάται η ασφαλής διοχέτευση των ομβρίων που κινούνται παράλληλα με την οδό στον τελικό αποδέκτη. Από την θέση αυτή συνεπάγεται ότι η εργασία περιλαμβάνει τα υδραυλικά έργα εγκάρσια της οδού (μεγάλα και μικρά τεχνικά) και αυτά
που βρίσκονται παράλληλα με την οδό (τάφροι) . Τα τεχνικά της οδού αποτυπώνονται στον πίνακα τεχνικών όπου είναι συγκεντρωμένα τα στοιχεία τους και στον αντίστοιχο πίνακα απεικονίζονται οι χρησιμοποιούμενοι τάφροι . Για την εύρεση των λεκανών απορροής χρησιμοποιήθηκαν τα διαγράμματα 1 : 5.000 της Γ.Υ.Σ . Η περιοχή χωρίζεται σε 9 λεκάνες , εκ των οποίων η μία μόνον είναι αξιόλογη από άποψη μεγέθους και σχήματος . Οι 8 λεκάνες από άποψη μεγέθους κυμαίνονται έως 11 Km2 και η λεκάνη 3 έχει εμβαδόν 108,5 Km2 . Όλες οι λεκάνες με τα στοιχεία τους παρουσιάζονται στον σχετικό πίνακα. Δεχόμαστε ότι οι λεκάνες ανήκουν σε μία υδρολογική ενότητα . Επειδή δεν είναι δυνατόν στα πλαίσια της εργασίας να γίνει υδρολογία της περιοχής, ανέτρεξα σε παράλληλα έργα που εκτελούνται ή έχουν εκτελεστεί στην περιοχή και χρησιμοποίησα τις παραδοχές τους σχετικά με τα υδρολογικά στοιχεία . Στοιχεία βρήκα από την υδρολογία της μελέτης που μου δόθηκε για βοήθημα βιβλιογραφίας που αφορά το τεχνικό στο χείμμαρο Σουλτανίτσας , και βρίσκεται στην βόρεια πλευρά της λίμνης Κερκίνης και επίσης από το κατασκευαζόμενο τμήμα του οδικού άξονα Θεσσαλονίκης – Σερρών –Προμαχώνα , Στρυμονικό – Χριστός. Θεώρησα ότι η υδρολογική καμπύλη , που βρίσκεται πλησιέστερα στο έργο , είναι αυτή που πραγματεύεται η Υδρολογική μελέτη στο έργο "Διευθέτηση του ρέματος Σουλτανίτσας" με στοιχεία από τον βροχομετρικό σταθμό Φράγματος Κερκίνης και δίδεται από τον τύπο
I = 60 * 11,5550 * t ^ (‐0,7171)
όπου Ι είναι η ένταση της βροχόπτωσης σε mm / min και t ο χρόνος σε min
και είναι κοντά στις καμπύλες έντασης – διάρκειας των υδρολογικών μελετών.
Οι εξετασθείσες υδρολογικές μελέτες παρουσιάζονται στο παράρτημα της παρούσας . Ειδικότερα για την οδό που μελετάται , η διεύθυνση της νέας οδού όπως και της υφισταμένης παλαιάς είναι παντού κάθετη προς την κίνηση των ομβρίων υδάτων . Στην αποτύπωση του έργου παρουσιάζονται τα υφιστάμενα τεχνικά της παλαιάς οδού . Σ’ αυτά περιλαμβάνονται τα τεχνικά των κυρίων λεκανών , που ανήκουν λόγω μεγέθους στα μεγάλα τεχνικά και προβλέπεται διαπλάτυνσή τους από την χάραξη της οδού . Νέα μεγάλα τεχνικά κατασκευάζονται για την γεφύρωση της αρδευτικής τάφρου. Στις 3 περιπτώσεις τεχνικών γεφύρωσης της αρδευτικής τάφρου και της αντίστοιχης αποστραγγιστικής τάφρου ανάντη που παρουσιάζονται δεν μελετώνται στην 2 παρούσα, επειδή το αντικείμενο μελέτης τους ξεπερνά το γνωστικό αντικείμενο μου . Σε ορισμένα σημεία, που συγκεντρώνονται όμβρια, παρουσιάζεται το φαινόμενο να λείπει το τεχνικό ‐ πράγμα συνηθισμένο σε οδούς που κατασκευάστηκαν σταδιακά και πριν από πολλά χρόνια . Κατά την διάρκεια επισκέψεών μου στην διάρκεια της χειμερινής περιόδου παρουσιάστηκαν στα σημεία αυτά , ίχνη από υπέρβαση υδάτων της οδού . Τα σημεία αυτά συμπίπτουν με σημεία όπου υπάρχει δυσκολία να διοχετευθούν τα ύδατα από το τεχνικό στον τελικό αποδέκτη, και αυτό συνήθως οφείλεται σε έλλειψη χώρου για την δημιουργία τάφρου . Αντίστοιχα παρατηρείται προσπάθεια των παρακείμενων ιδιοκτητών να τροποποιήσουν τις διαστάσεις των υφιστάμενων τάφρων και σε μερικές περιπτώσεις κατάφεραν να τις εξαφανίσουν παρ’ όλο που είναι προφανές ότι διέρχονται δι’ αυτών όμβρια νερά . Από την στιγμή που προσδιορίστηκαν τα υδρολογικά στοιχεία της περιοχής και συνεπώς η ποσότητα των αναμενόμενων ομβρίων σε ορισμένες χρονικές περιόδους , έπρεπε να καθορισθεί και ο τρόπος που θα συλλεχθούν τα όμβρια και να οδηγηθούν στους αποδέκτες , έτσι ώστε η οδός να μην κινδυνεύει . Η χάραξη της οδού , όπως φαίνεται από το γενικό σχέδιο οριζοντιογραφίας , υπό κλίμακα 1 : 20,000 , που περιέχει τις υδρολογικές λεκάνες της περιοχής λεκανών , κινείται κάθετα προς την ροή των χειμάρρων. Τα όμβρια των λεκανών συγκεντρώνονται στους χειμάρρους και διασχίζουν την χάραξη με τεχνικά που προϋπήρχαν και επεκτείνονται στις ίδιες διαστάσεις με τα υφιστάμενα , λόγω της διαπλάτυνσης του οδοστρώματος . Στα τεχνικά αυτά εφαρμόζεται η ποσότητα ομβρίων υδάτων , που υπολογίζεται από τις λεκάνες απορροής και γίνεται ένας πρώτος έλεγχος επάρκειας με εφαρμογή του τύπου του ΜΑΝNING ‐ STRICΚLER , αφήνοντας 1,00 μ. . περιθώριο ασφάλειας (Freeboard) και ελέγχοντας η ταχύτητα να βρίσκεται σε λογικά όρια και πάντοτε κάτω από 9,5 m/sec . Ο έλεγχος αυτός δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν τελικός έλεγχος , διότι λείπουν τα απαιτούμενα τοπογραφικά και γεωλογικά στοιχεία των κοιτών και οι υπολογισμοί αξιολόγησής τους ξεπερνούν το επίπεδο της παρούσας εργασίας . Τα νερά που συγκεντρώνονται εκτός των χειμάρρων, από μικρές λεκάνες που δεν ανήκουν σε όσες προαναφέρθηκαν και οι οποίες λόγω μεγέθους και πεδινής διαμόρφωσης του εδάφους δεν προλαβαίνουν να διαμορφώσουν ροές , θεωρούμε ότι ρέουν τυχαία σε πολλές άτυπες ροές και συναντούν σε πολλά σημεία την οδό, η οποία λόγω της χάραξης της αποτελεί φράγμα στη ροή . Για να συγκεντρώσουμε λοιπόν τα τυχαία ύδατα κατασκευάζεται τάφρος ανάντη της οδού, η οποία παραλαμβάνει τα ύδατα και τα οδηγεί στα μικρά τεχνικά ή κατά περίπτωση εκτονώνεται σε τεχνικό όταν γεμίσει . Η ποσότητα αυτών των υδάτων προσδιορίζεται θεωρητικά σαν η ποσότητα των ομβρίων υδάτων που κατακρημνίζεται σε μία περιοχή, σχήματος ορθογωνίου, με μία πλευρά την ανάντη προς την ροή πλευρά της οδού και πλάτος κάθετα προς τον άξονα της οδού 100. Για τον προσδιορισμό της πορείας των τάφρων και του σχεδιασμού των εγκάρσιων τεχνικών σχεδιάστηκε η μηκοτομή του φυσικού εδάφους 1,50μ. πέραν του πόδα του επιχώματος ή της τάφρου του ορύγματος στο ίδιο σχέδιο με την μηκοτομή της οδού . Με αυτό τον τρόπο δίνεται η δυνατότητα να βρεθεί η κλίση του εδάφους πιό αξιόπιστα απ’ ότι από την μηκοτομή και να χαραχθεί η μηκοτομή του πυθμένα της τάφρου , ως η περιβάλλουσα της μηκοτομής . Αυτόματα προσδιορίζονται και τα βαθιά σημεία όπου συναντώνται οι πλευρικές τάφροι , και υπάρχει δυνατότητα , από άποψη ύψους της μηκοτομής και του φυσικού εδάφους , να κατασκευασθεί τεχνικό . Κατόπιν ελέγχεται από την οριζοντιογραφία η δυνατότητα απορροής (ύπαρξη ή όχι χώρου για την δημιουργία κοίτης προς τον τελικό αποδέκτη ) του επιλεγέντος προηγουμένως τεχνικού. Μετά ελέγχονται σύμφωνα με τα υδρολογικά στοιχεία της περιοχής (παροχή των λεκανών απορροής, συνολική παροχή των τάφρων) οι διαστάσεις των τεχνικών και τέλος η παροχετευτικότητα των τεχνικών αυτών.